- πυκνοσφυξία
- πυκνο-σφυξία, ἡ, aA frequent pulse, Marcellin.Puls.260.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυκνοσφυξίᾳ — πυκνοσφυξίᾱͅ , πυκνοσφυξία frequent pulse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοσφυξία — ἡ, Α ταχυπαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + σφυξία (< σφυκτος < σφύζω), πρβλ. α σφυξία] … Dictionary of Greek